Όλες οι χώρες φροντίζουν, αλλά υπό διαφορετικές συνθήκες, μέσα σε άλλα πλαίσια (πολιτισμικά, πολιτικά, ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά) και χρησιμοποιώντας αντίστοιχες λέξεις. Για να αντιληφθούμε πώς συμβαίνει αυτό, η φεμινιστική οικονομική σκέψη μάς προτείνει να χρησιμοποιήσουμε το λεγόμενο «διαμάντι της φροντίδας».
Το διάγραμμα αυτό μας εξηγεί με ποιους τρόπους η φροντίδα παρέχεται σε όλες τις κοινωνίες μέσα από τέσσερις βασικούς πυλώνες: την οικογένεια, την κοινότητα (συμπεριλαμβανομένων και θρησκευτικών και μη κερδοσκοπικών φορέων), την αγορά και το κράτος. Σχεδόν όλη η φροντίδα που παρέχουμε ή λαμβάνουμε εκπορεύεται από έναν απ’ αυτούς τους θεσμούς και ανάλογα με τον χρόνο ή τον χώρο που βρισκόμαστε κάθε φορά, κάποιοι αποκτούν πιο κεντρικό ρόλο και χαρακτήρα σε σχέση με τους άλλους.
Για παράδειγμα, η Βόρεια Ευρώπη έχει (ή μάλλον είχε) σχετικά ισχυρούς κρατικούς θεσμούς και πολιτικές που παρέχουν φροντίδα «από τα πάνω», μέσα από υψηλά επιδόματα, ικανοποιητικές συντάξεις και οργανωμένη περίθαλψη ηλικιωμένων και άλλων ευάλωτων ομάδων. Αντιθέτως, η Νότια Ευρώπη βασίζεται περισσότερο στον θεσμό της οικογένειας και της κοινότητας, όπως καθημερινά γίνεται εμφανές από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 κι έπειτα.
Επιπλέον, κάθε θεσμός χαρακτηρίζεται από διαφορετικές λογικές και πρακτικές. Η αγορά, για παράδειγμα, έχει σε πολλές χώρες αναλάβει τη διεκπεραίωση ολοένα και πιο πολλών μορφών φροντίδας, από την πρόσληψη οικιακού προσωπικού έως και την επίσκεψη σε επαγγελματία ψυχολόγο, ενώ αντικαθιστά σε πολλές περιπτώσεις τα παραμελημένα συστήματα δημόσιας υγείας. Την ίδια στιγμή όμως, η αγορά επιβάλλει τα δικά της κριτήρια, όπως η συναισθηματική απόσταση και η μείωση δαπανών με κάθε κόστος, κάτι που όχι μόνο δεν συμβαδίζει με τις αξίες της φροντίδας, αλλά τις περισσότερες φορές τις υποσκάπτει (ας δούμε, για παράδειγμα, την κακοπληρωμένη, αόρατη εργασία υπό εξαντλητικές συνθήκες των γυναικών μεταναστριών που φροντίζουν ηλικιωμένους).
Τι θα μας έδειχνε, άραγε, το διαμάντι της φροντίδας για την ελληνική περίπτωση και τι μπορούμε να μάθουμε από τα «διαμάντια» άλλων χωρών;